- όδε, ήδε, τόδε
- (Α ὅδε, ἥδε, τόδε)(δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή)1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις αντωνυμίες τής αρχαίας ελληνικής οὗτος και ἐκεῑνος, προκειμένου να δηλώσει με μεγαλύτερη έμφαση πρόσωπο ή αντικείμενο το οποίο βρίσκεται κοντά ή υπάρχει η δυνατότητα να δειχθεί με το δάχτυλο) αυτός εδώ, αυτή εδώ, αυτό εδώ («ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆς περιρρύτου χθονὸς Λήμνου», Σοφ.)2. (χρησιμοποιείται, επίσης, για να δηλώσει αυτό που πρόκειται αμέσως να συμβεί ή αυτό που επακολουθεί) ο αμέσως επόμενος, ο εξής (α. «τάδε έφη Κύριος» β. «τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.φρ. α) «από τούδε» — από τη στιγμή αυτή («από τούδε και στο εξής δεν πρόκειται να τής ξαναμιλήσω»)β) «μέχρι τούδε» — έως αυτή τη στιγμή, ώς τωρα («μέχρι τούδε είναι άγνωστες οι προθέσεις του»)αρχ.1. (για μεγαλύτερη έμφαση) ὁδί, ἡδὶ και ὁδεδί, ἡδεδίνα αυτός εδώ, να αυτή εδώ2. (σχν. με ρ. ενεργ. φωνής σε επιρρμ. χρήση) εδώ («ὅς τις ὅδε κρατέει καὶ δὴ καὶ κακὰ πολλὰ ἔοργε Τρῶας», Ομ. Ιλ.)3. (σπάν. με προσ. αντων.) ὅδ' ἐγώιδού, να εγώ, αυτός που βλέπεις («δῶρα δ' ἐγὼν ὅδε πάντα παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.)4. τοδὶ και τόδε τικάτι το εντελώς ιδιαίτερο, πράγμα ξεχωριστό5. (με χρον. σημ.) ο τωρινός(«τῇδ' ἡμέρᾳ πεύσει σφε», Σοφ.)6. (ορισμένες πτώσεις τής αντωνυμίας χρησιμοποιούνται επιρρηματικώς) α) τῇδεi) (με τοπ. σημ.) σε αυτό το σημείο, εδώii) (με τροπ. σημ.) με αυτό τον τρόπο, έτσι («τῇδε γὰρ τρανῶς ἐρῶ», Αισχύλ.)β) τόδεσε αυτό εδώ το μέροςγ) τόδε και τάδεγια αυτό ή για αυτάδ) τοῑσδεμε αυτές τις λέξειςε) τοισίδεαφού έτσι έχουν τα πράγματαστ) ᾧδεi) (με τοπ. σημ.) εδωδάii) (με τροπ. σημ.) με αυτό τον τρόπο, ως εξής, ακολούθως7.φρ. α) «ἥδε ἡ ὁδός» — αυτό εδώ το ταξίδιβ) «ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον» — για δέκα ήδη χρόνιαγ) «ἐς τόδε» — σε αυτό το σημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅ, ἥ, τό + εγκλιτικό μόριο δέ (βλ. λ. δε[Ι]). Οι αρχ. τ. ὁδί, ἡδί, τοδί < ὅδε, ἥδε, τόδε + επιτ. -ί* (πρβλ. δευρ-ί, ουτοσ-ί)].
Dictionary of Greek. 2013.